-
1 Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη χώρα
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη ( στη χώρα)• Лучше быть первым на деревне, чем вторым в городеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη χώρα
-
2 завизировать
θέτω/παίρνω/θεωρώ την άδεια εισόδου (στη χώρα), παίρνω τη βίζα εισόδου (στη χώρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завизировать
-
3 ввоз
(из-за границы) η εισαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ввоз
-
4 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
5 въезд
(место, по которому въезжают куда-л.) η είσοδ/ος, η εισέλευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > въезд
-
6 иммиграция
ο εποικισμός, η μετανάστευση. -капитала эк. η εισροή στη χώρα ξένου κεφαλαίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иммиграция
-
7 Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη ( στη χώρα)• Лучше быть первым на деревне, чем вторым в городеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη
-
8 возбранить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ненный, βρ: -нен, -нена, -нено παλ. απαγορεύω, δεν επιτρέπω•возбранить въезд в страну απαγορεύω την είσοδο στη χώρα.
-
9 вторгнуться
-нусь, -нешься, παρλθ. χρ. вторгся, -глась, -глосьρ.σ.εισβάλλω, επιτίθεμαι αιφνίδια•враг -гея на нашу страну ο εχθρός εισέβαλε στη χώρα μας.
|| μτφ. επεμβαίνω κατάφορα•вторгнуться в чужие дела επεμβαίνω ξεδιάντροπα στις ξένες υποθέσεις.
|| εισχωρώ, εισβάλλω, εισδύω, μπαίνω μέσα. -
10 гулять
ρ.δ., επίρ. μτχ. гуляя κ. гуляючи.1. περιπατώ, κάνω περίπατο, βολτάρω, σεργιανίζω. || μτφ. περιφέρομαι, κόβω βόλτες. || διαδίδομαι, μεταδίδομαι γρήγορα, ανεμπόδιστα•холера -ет по стране η χολέρα γρήγορα διαδίδεται στη χώρα.
2. έχω αργία, ρεπό, αργώ, σχολάζω, δε δουλεύω. || (για γη) μένω ακαλλιέργητος.3. διασκεδάζω, γλεντώ.4. (с кем) έχω ερωτικές σχέσεις. || κάνω έκλυτη ζωή, εξωκέλλω, παραστρατώ.εκφρ.по рукам -ет – (για επιστολή, βιβλίο κλπ.) περιέρχεται, κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι.έχω διάθεση για περίπατο. -
11 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
12 разъезжать
-
13 место
-а, πλθ. места, мест ουδ.1. τόπος, μέρος• χώρος•рабочее место τόπος της δουλειάς•
общественное место δημόσιος χώρος•
место назначения τόπος προσδιορισμού•
место рождения τόπος γένησης•
глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•
прибыть на место φτάνω στο μέρος.
2. θέση•уступить место παραχωρώ τη θέση•
положить на место βάζω στη θέση.
|| θέση υπηρεσιακή•быть без -а είμαι χωρίς θέση.
3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.4. -а πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.5. βαθμίδα•занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.
6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.εκφρ.место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•на -е кого – στη θέση κάποιου•на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•- а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.). -
14 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα. -
15 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
16 land
[lænd] 1. noun1) (the solid part of the surface of the Earth which is covered by the sea: We had been at sea a week before we saw land.) ξηρά, στεριά2) (a country: foreign lands.) χώρα3) (the ground or soil: He never made any money at farming as his land was poor and stony.) έδαφος, γη4) (an estate: He owns land/lands in Scotland.) κτήμα2. verb1) (to come or bring down from the air upon the land: The plane landed in a field; They managed to land the helicopter safely; She fell twenty feet, but landed without injury.) προσγειώνω/-ομαι, προσεδαφίζω/-ομαι2) (to come or bring from the sea on to the land: After being at sea for three months, they landed at Plymouth; He landed the big fish with some help.) αποβιβάζομαι: βγάζω στη στεριά3) (to (cause to) get into a particular (usually unfortunate) situation: Don't drive so fast - you'll land (yourself) in hospital/trouble!) μπλέκω, καταλήγω•[-rouvə]
(a type of strong motor vehicle used for driving over rough ground.)
- landing- landing-gear
- landing-stage
- landlocked
- landlord
- landmark
- land mine
- landowner
- landslide
- landslide victory
- landslide
- landslide defeat
- land up
- land with
- see how the land lies -
17 бывать
ρ.δ.1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.
2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.
3. βρίσκομαι, είμαι•вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.
4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•-ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...
5. επισκέπτομαι• συχνάζω•он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.
(απρόσ.) συμβαίνει.εκφρ.как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•ничего не -ло – παλ. βλ. στη λ. ничуть. -
18 подойти
-йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•-дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•
-шёл поезд πλησίασε το τρένο•
подойти опять ξαναπλησιάζω.
2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•
катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•
подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•
моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).
3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•
критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•
всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.
4. ταιριαζω, πηγαίνω•этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•
цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.
5. φουσκώνω•тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.
6. χωρώ•корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.
|| συμφέρω•такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.
|| εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.
εκφρ.подойти к концу – φτάνω στο τέλος. -
19 привести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. приведяρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•
побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•
обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•
привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•
-к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•
привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•
привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•
привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.
2. βάζω, θέτω•привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.
3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•привести в готовность ετοιμάζω•
привести в исполнение εκτελώ•
привести в порядок τακτοποιώ•
привести в негодность αχρηστεύω.
|| (μαθ.) τρέπω•привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.
4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•
привести к поражению οδηγώ στην ήττα.
5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•привести пример φέρω παράδειγμα•
привести аргументы φέρω επιχειρήματα•
он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.
εκφρ.привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•-дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη. -
20 πρόσθεν
πρόσθεν, and in Poets [full] πρόσθε, also in [dialect] Ion. Prose (Hdt.1.11, al., cf. ἐπίπροσθε); [dialect] Dor. and [dialect] Aeol. [full] πρόσθα A.D.Adv.153.20, E.M.424.12 (in elision πρόσθ', Alcm.73, Sapph.Supp.1.5); [dialect] Dor. also [full] πρόθεν (cf. ὄπιθεν), Greg.Cor.p.222S.: Adv.A as Prep. with gen.:I of Place or Space, before,στῆ πρόσθ' αὐτοῖο Il.5.170
;πεζὸς πρόσθ' ἵππων 13.385
, cf. 392, etc.; ;π. ποδῶν Od.22.4
, cf. Il.23.877; ἐκ δὲ τὼ ἀΐξαντε πυλάων π. μαχέσθην before, i.e. outside, 12.145, cf. 9.473;νῆσος.. π. Σαλαμῖνος τόπων A.Pers. 447
; π. Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν in front of them, at their head, Il.16.220; ἐν τῷ π. τοῦ στρατεύματος in front of.., X.Cyr.5.3.52;εἰς τὸ π. τῶν ὅπλων ἐκαθέζοντο Id.An.3.1.33
;εἰς τὸ π. τινῶν θεῖναί τι ἐπὶ τὴν γῆν Pl.R. 618a
: with collat. notion of defence, [σάκος] πρόσθε στέρνοιο φέρων Il.7.224
;στὰς πρόσθεν νέκυος 16.321
; τάων οὔτοι π. ἵσταμαι I defend them not, 4.54: hence, for, on behalf of,π. φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν 21.587
, cf. 16.833;ὅς τε ἑῆς π. πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν Od.8.524
.2 with Verbs of motion,π. ἕθεν φεύγοντα Il.5.56
, 80, 20.402;π. δὲ κί' αὐτοῦ 15.307
.3 metaph.,οὐδὲν ἐς π. κακῶν E.Hec. 961
: of preference,ἄγειν τινὰ π. τινός Id.Ba. 225
;π. τιθέναι τί τινος Id.Hec. 129
(anap.), cf. IG22.1299.58;αἰσχρὰ π. τοῦ καλοῦ ζητεῖν E.Fr.659.7
.II of Time, before,πρόσθ' ἄλλων Il.2.359
, cf.S.Ph. 778; τοῖιν δ' ἔγνω π. first of the twain, Il.13.66, cf. Hes.Th. 746;ἐμοῦ π. A.Pers. 529
;τοῦ χρόνου π. θανοῦμαι S.Ant. 462
;π. ἑσπέρας X.Cyr.7.5.43
.—The gen. sts. stands before πρόσθεν, Il.4.54, etc., cf. supr. When it seems to be folld. by a dat., this dat. must be connected with the Verb, and πρόσθεν taken as Adv., v. infr. B. 1.1.B as Adv.:I of Place or Space, before, in front,π. λέων ὄπιθεν δὲ δράκων Il.6.181
, Hes.Th. 323;π. δέ οἱ δόρυ τ' ἔσχε καὶ ἀσπίδα Il.5.300
, cf. 315;π. δέ οἱ ποίησε γαλήνην Od.5.452
;πρόσθ' ὁρόων θάνατον Il.20.481
; ὁ π. the front rank man, X.Cyr.2.2.8; τὰ π. ib.6.3.2; τὰ π. (sc. σκέλη ) the forelegs (of a horse), Id.Eq.1.12;ἡ χώρα ἡ π. Plb. 3.80.3
; προῆγε εἰς τὸ π. on, forward, Id.4.66.5;ἀεὶ τοῦ π. ὀρεγόμενοι Id.3.84.12
: with collat. notion of defence,π. σάκεα σχέθον Il.4.113
; ἥ τοι π. στᾶσα βέλος ἄμυνεν ib. 129.2 with Verbs of motion, before, in front,π. ἔφευγε 22.158
;ἥ οἱ π. ἰοῦσα 20.95
;π. ἡγεμονεύειν Od.22.400
, 24.155; ἵππους π. βαλεῖν, v. βάλλω A.11.5; ἐς τὸ πρόσθε παριέναι forward, Hdt.8.89;πάριτ' εἰς τὸ π. Ar.Ach.43
;εἰς τὸ π. προΐωμεν Pl.R. 437a
, etc.; μηδεμίαν αἰσχύνην π. ποιεῖσθαι allow to stand in the way, Id.Lg. 732b.II of Time, before, formerly, erst,οὗ καὶ π. ἀρίστη φαίνετο βουλή Il.7.325
, etc.;οὔποτε π. S.Aj. 318
;οὔπω π. X.An.5.4.18
;ἔτι π. Pl.Sph. 242d
;σμικρῷ π. Id.Lg. 969b
; οἱ π. ἄνδρες the men of old, Il.9.524;τοῦ π. Κάδμου τοῦ πάλαι τ' Ἀγήνορος S.OT 268
;ὁ π. γεννηθείς Id.OC 375
; ἡ π. the elder, E.Ph.58; of things, οἱ π. πόνοι the former, earlier labours, A.Supp.52 (lyr.);ἁ π. ἱππεία S.El. 504
(lyr.);ὁ π. λόγος Id.OT 851
;ἡ π. ἡμέρα X.An.2.3.1
, etc.; τὰ π. what was said above, Pl.Phdr. 238b; also τὸ π., as Adv., formerly, Il.23.583, Od.4.688; ταὐτὰ τῷ π. the same as before, Pl.Phdr. 241b;τὰ π. A. Ag.19
.C folld. by a Particle, πρόσθεν, πρὶν.. before.., mostly with a neg.,οὐ πρόσθεν.., πρίν γε.. με ἴδηται Od.17.7
, cf. X.An.1.1.10, Cyr. 1.2.8, etc.; οὐ π. πρὶν ἤ.. ib.1.4.23: without a neg.,π. πρὶν τυχεῖν Pi.P.2.91
: alsoπ. ἢ.. S.OT 736
, El.82, 1333; ποτιτάσσει.. μὴ π. ἐξελθεῖν ἢ τὰν ματέρα κατακάνῃ Anon.Mythogr. in PSI9.1091.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθεν
См. также в других словарях:
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek